Η μακροχρόνια σύγχυση μεταξύ σεξουαλικής υγείας και σεξουαλικής ευημερίας έχει επηρεάσει την ικανότητά μας να αντιμετωπίζουμε καθημερινά σεξουαλικά ζητήματα. Η σεξουαλική ευημερία είναι επιτακτική ανάγκη για τη δημόσια υγεία ως δείκτης ισότητας στην υγεία, καθώς κι ως ένας σημαντικός πληθυσμιακός δείκτης ευημερίας. Η απουσία διάκρισης μεταξύ σεξουαλικής ευημερίας και σεξουαλικής υγείας έχει δημιουργήσει μια ασάφεια ικανή να παρεμπoδίζει την κατανόηση της σεξουαλικής ευημερίας ως ένα έγκυρο αποτέλεσμα παρέμβασης γύρω από τη δημόσια υγεία. Οι προσπάθειες να καταστήσουν την σεξουαλική ευημερία ως μέρος ενός ολοκληρωμένου, ολιστικού και προοδευτικού στόχου για τη δημόσια υγεία, δεν έχουν καρποφορήσει.
Η σεξουαλική ευημερία, όσον αφορά την κοινή κατανόηση της σεξουαλικής υγείας, σκιαγραφεί μια πολύ ευρύτερη προοπτική της δημόσιας υγείας σχετικά με τη σεξουαλικότητα , η οποία οφείλει να απλώνεται πέρα από τη σεξουαλική υγεία. Συνήθως η σεξουαλική υγεία αφορά τη ρύθμιση της γονιμότητας, την πρόληψη και διαχείριση σεξουαλικά μεταδιδόμενων λοιμώξεων, την πρόληψη γύρω από την σεξουαλική βία και τις σεξουαλικές δυσλειτουργίες.
Έτσι, μπορεί η σεξουαλική ευχαρίστηση να σχετίζεται τόσο με τη σεξουαλική υγεία όσο και με τη σεξουαλική ευημερία, η διακριτή της ωστόσο σχέση με τη δημόσια υγεία αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο, καθότι απαιτεί αποφασιστικότητα, συναίνεση, ασφάλεια, ιδιωτικότητα, εμπιστοσύνη και ικανότητα επικοινωνίας και διαπραγμάτευσης των σεξουαλικών σχέσεων. Άλλωστε, η ευχαρίστηση επιζητά θεμελιώδεις κοινωνικούς και πολιτισμικούς όρους σεξουαλικών δικαιωμάτων όσον αφορά την ισότητα, τη μη διάκριση, την αυτονομία, τη σωματική ακεραιότητα και την ελευθερία έκφρασης.
Η σεξουαλική δικαιοσύνη εν γένει σχετίζεται με προσπάθειες που γίνονται για την εξασφάλιση κοινωνικής, πολιτιστικής και νομικής υποστήριξης πάνω σε δίκαιες, προσωποκεντρικές, σεξουαλικές και αναπαραγωγικές εμπειρίες. Η δημόσια υγεία επομένως παίζει καθοριστικό ρόλο στην τεκμηρίωση μα και στον περιορισμό των δυσμενών αποτελεσμάτων που σχετίζονται με τις ανισότητες γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για παράδειγμα, η δημόσια υγεία έπαιξε κεντρικό ρόλο στην αντιμετώπιση της βίας και των διακρίσεων που συνδέονται με τη σεξουαλικότητα μεταξύ των ατόμων που ζουν με HIV. Άρα, χρειάζονται δημόσιες προσεγγίσεις που να αναγνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν τις δυσμενείς σεξουαλικές εμπειρίες, καθώς και τα τραύματα που αντηχούν δυστυχώς σε όλη τη διάρκεια της ζωής, επηρεάζοντας καταλυτικά αυτό που λέγεται σεξουαλική ευημερία.
Είναι πλέον επιτακτική ανάγκη η δημόσια υγεία να υιοθετήσει και να ενσωματώσει τη σεξουαλική ευημερία στις προσπάθειες που γίνονται προκειμένου να αντιμετωπιστούν διάχυτες ανισότητες σχετικά με τη σεξουαλικότητα και τη σεξουαλική συμπεριφορά. Γεγονός είναι ότι οι άνθρωποι σπάνια αναφέρονται στη σεξουαλική ευημερία αυτή καθαυτή, αν και η έννοια συνάγεται από την ιδέα μιας σεξουαλικής ζωής που υποτίθεται ότι είναι καλή ή πηγαίνει καλά. Τα φαρμακεία μερικές φορές πωλούν προϊόντα, όπως τζελ , συμπληρώματα διατροφής, βοηθήματα γονιμότητας, υπό το λάβαρο της σεξουαλικής ευημερίας.
Αυτή η εμπορευματοποίηση πιθανώς επηρεάζει την κατανόηση του κοινού και εστιάζει την προσοχή σε ένα στενό σύνολο κριτηρίων αξιολόγησης για να κρίνει εάν η σεξουαλική ζωή πηγαίνει καλά ή όχι. Πολλοί επιστήμονες έχουν ορίσει τη σεξουαλική ευημερία ως τη γνωστική και συναισθηματική αξιολόγηση της σεξουαλικότητας ενός ατόμου, στρέφοντας την προσοχή σε διάφορες πτυχές όπως: σεξουαλική ασφάλεια και ασφάλεια, σεξουαλικός σεβασμός, σεξουαλική αυτοεκτίμηση, ανθεκτικότητα σε σχέση με προηγούμενες σεξουαλικές εμπειρίες, συγχώρεση προηγούμενων σεξουαλικών γεγονότων, αυτοδιάθεση στη σεξουαλική ζωή και άνεση με τη σεξουαλικότητα κάποιου.
Ακούγεται ίσως παράδοξο το να θεωρήσουμε την ευημερία ως έγκυρο στόχο της δημόσιας υγείας, δεδομένου ότι υφίστανται υποκειμενικές και μεταβλητές ιδιότητες της ευημερίας που επηρεάζονται αναγκαστικά από κοινωνικά και πολιτιστικά πλαίσια και διαδραματίζονται σε ατομικές συμπεριφορές και ενέργειες. Η πανδημία της COVID-19 και οι διακοπές της μετανάστευσης που αλλάζουν τη ζωή έχουν αλλάξει σαφώς και τις σεξουαλικές προτεραιότητες. Μια προσέγγιση σεξουαλικής ευημερίας αναγνωρίζει τα τραύματα που σηματοδοτούν τις μοναδικές ανάγκες των περιθωριοποιημένων ατόμων. Αυτή η αναγνώριση συνεπάγεται εφαρμογή μέτρων για την υγεία του πληθυσμού που είναι αντικαταπιεστικά και προσαρμοσμένα στα πολιτισμικά συμφραζόμενα της κοινωνίας μας.
Καθώς η ευημερία του πληθυσμού εξακολουθεί να αποτελεί φιλόδοξο στόχο της δημόσιας υγείας, η σεξουαλική ευημερία αναδεικνύεται ως σημαντικό συστατικό της συνολικής ευημερίας. Για παράδειγμα, από το 1970 έως το 2006, το ποσοστό των ανθρώπων που ανέφεραν ότι η σεξουαλική επαφή θεωρούνταν απαραίτητη για να νιώθει κανείς καλά με τον εαυτό του αυξήθηκε από 48% σε 60% για τις γυναίκες και από 55% σε 69% για τους άνδρες. Σε κάθε περίπτωση, η ευχαρίστηση αποτελεί πρωταρχικό κίνητρο για το σεξ.
Οι επιπτώσεις της καραντίνας και της σωματικής απόστασης καθώς και οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας είναι βέβαιο ότι θα έχουν μόνιμες επιπτώσεις στη σεξουαλική ευημερία. Θα χρειαστούν σημαντικοί πόροι για τη δημόσια υγεία, απλώς για να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες πολλών ανθρώπων. Το να αλλάξει η σκέψη μας για τη σεξουαλικότητα, σε επίπεδο δημόσιας υγείας, θα διευκολύνει την αναδιοργάνωση των κοινωνικών δομών για την αντιμετώπιση αυτών των επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένης και της προσοχής όσον αφορά την ευημερία του πληθυσμού. Σε κάθε περίπτωση, άξιο λόγου είναι αυτό που είχε πει ο Πλούταρχος κάποτε: ‘'Έλληνες την του σπέρματος πρώσιν απουσίαν καλούσιν και συνουσίαν την μίξιν’’, δηλαδή, οι Έλληνες ονομάζουν την εκσπερμάτιση «απουσία» και το σμίξιμο «συνουσία».
Ζιώγας Απόστολος
[βιολόγος]